- κρατέρωμα
- τοχημ. κράμα χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος2. φρ. «κρατέρωμα πυριτίου» — κράμα χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bronze].
Dictionary of Greek. 2013.